Το κορίτσι
κάθισε στο παγκάκι με τα πόδια σταυρωμένα. Έκανε τόσο κρύο που δεν θα ήταν
περίεργο αν ξαφνικά νιφάδες χιονιού άρχιζαν να πέφτουν από τον ουρανό. Ήταν
νωρίς ακόμα, πρωί. Κάποιες αχτίδες φωτός διαπερνούσαν το ελαφρά γκρίζο ουρανό
και έδιναν μία ανοιξιάτικη νότα σε αυτό το βουβό και άχρωμο τοπίο. Όχι, δεν
είναι πως δεν την άρεσε ο χειμώνας. Κάθε άλλο. Απλά σήμερα ίσως κατάφερνε να
πιαστεί από αυτή τη μικρή δόση ήλιου. Τη γοήτευε αυτή η μικρή πινελιά φωτός.
Λένε ότι μερικές φορές ο καιρός καθρεφτίζει τα συναισθήματα μας. Ίσως αυτό ήταν κάτι που τη βάραινε… Η όψη και το χρώμα της ψυχής της. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο στήθος της όταν ένα ψυχρό αεράκι χάιδεψε το μόνο ακάλυπτο σημείο του σώματος της, το πρόσωπο της. Δίχως αμφιβολία αυτή η εποχή ξεγυμνώνει, κάποιες φορές λιγότερο και κάποιες περισσότερο, την αίσθηση της μελαγχολίας. Λίγο ο συννεφιασμένος, ψυχρός ουρανός και λίγο το χειμωνιάτικο τοπίο, που κατά συνέπεια αναδεικνύεται από τις μορφές θλιμμένων, ξερών δέντρων, αρκεί να παραδοθείς στο χαοτικό αυτό συναίσθημα της μελαγχολίας. Κοιτάζοντάς το για ώρα όμως σε παραπέμπει να ονειρεύεσαι, να αναπολείς. Αναμνήσεις που χορεύουν ασταμάτητα στο μυαλό σου, σε αργό και νωχελικό ρυθμό, ενώ μια γαλήνια μουσική υπόκρουση πιάνου ακούγεται στο βάθος. Αυτό ακριβώς βίωνε τώρα και το κορίτσι. Σκηνή ολίγον συναισθηματικού δράματος γυριζόταν στο μυαλό της.
Έσκυψε σιγά σιγά το κεφάλι της προς τα πίσω, για να κοιτάξει τον ουρανό. Έμεινε εκεί για ώρα, κοιτάζοντας την χαοτική απεραντοσύνη του με μάτια κενά. Συνειδητοποίησε πως όλο το φως που πάλευε για να μείνει σε μία άκρη του ουρανού είχε χαθεί. Είχε χαθεί και αυτό. Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια του… Γιατί να είναι τόσο αβάσταχτος ο πόνος; Γιατί να μη μπορεί να διασπαστεί και να αντιμετωπιστεί σε μικρά κομμάτια; Ερωτήσεις που δε θα απαντηθούν ποτέ. Αναμνήσεις που λαβώνουν. Άνθρωποι που περνούν από τη ζωή σου και μετά εξαφανίζονται σαν φαντάσματα μικρών παιδιών που ψάχνουν την ηρεμία. Όταν κάποιος απομακρυνθεί, δεν μπορεί να γυρίσει και να σε ξανακοιτάξει. Εσύ τον βλέπεις από μακριά να περπατάει στη δική του ευθεία. Εσύ έχεις μένει πίσω βλέποντάς τον να απομακρύνεται, άλλες φορές με βήμα γρήγορο και ανάλαφρο και άλλες φορές με βήμα αργό και βαρύ. Πολλές φορές σκέφτεσαι πως θα γυρίσει να σε αντικρύσει, με βλέμμα διστακτικό και μετανιωμένο. Τέτοιου είδους ανατροπές όμως γίνονται μόνο στις ταινίες. Ναι, σε αυτές τις καλά σκηνοθετικά επιμελημένες και παράλληλα αριστουργηματικά και ψεύτικα στημένες. Σκέφτεσαι να φωνάξεις το όνομα του, μήπως γυρίσει. Ξέρεις όμως ότι δεν τολμάς. Αυτός ο κάποιος αρχίζει να γίνεται σκιά. Όσο απομακρύνεται, τόσο μεγαλώνει το κενό στην καρδιά σου, αφού φεύγοντας παίρνει μαζί του και το τελευταίο ψίχουλο της παρουσίας του εκεί, κάθε ελπίδα που έμεινε τελευταία. Παρ’ όλα αυτά είναι αδύνατο να αφαιρέσει όλα αυτά που νιώθεις. Τον αφήνεις λοιπόν να φύγει και εσύ ακολουθείς άλλο μονοπάτι. Ίσως σκεφτείς πως είναι άδικο. Πως και οι δυο σας θα μπορούσατε να παλέψετε, με τον δικό σας τρόπο, για να παραμείνετε πρόσωπο με πρόσωπο και όχι πλάτη με πλάτη. Δεν είχατε το κουράγιο να το κάνετε. Πολλοί άνθρωποι φεύγουν. Ο πόνος για την απουσία τους υπάρχει, ανεξάρτητα το πόσο σημαντικοί ή ασήμαντοι είναι... /Χα./ “Ασημαντότητες”. Τίποτα δεν είναι ασήμαντο τελικά. Απλά οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν με τον πόνο. Συνηθίζουν έτσι…
Οι σκέψεις αυτές σταμάτησαν να κυλούν από το μυαλό του κοριτσιού. Έπρεπε να κάνει ένα διάλειμμα. Ή καλύτερα, έπρεπε να σταματήσει. Να σταματήσει να σκέφτεται. Δεν είναι η πρώτη φορά που είχε ενεργοποιήσει τα συναισθήματα εκείνα που έχουν ως βάση τους την ερώτηση «Γιατί φεύγουν;», προσπαθώντας άδικα, για ακόμα μία φορά, να βρει την απάντηση. Το βαρέθηκε πια. Όλο αυτό είναι ένας φαύλος κύκλος, απροσδιόριστος και τραγικά αναπόφευκτος.
Δύο σταγόνες βροχής άγγιξαν τα μάγουλά της. Άνοιξε τα μάτια της. Το χρώμα του ουρανού είχε τώρα σκουρύνει απειλητικά. Σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να περπατά. Αργά. Διστακτικά. Καιρός να βουλιάξει ξανά στην καθημερινότητα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από το παγκάκι όταν, επηρεασμένη από τις σκέψεις τις, γύρισε να κοιτάξει πίσω. Σε αντίθεση με τους άλλους, εκείνη δεν ήθελε να απομακρυνθεί από κανέναν και από τίποτα. Το παγκάκι ήταν άδειο. Το μέρος όπου πριν λίγο γέμιζε αυτή με την παρουσία της, τώρα ήταν άδειο.
Ξεφεύγοντας από την αλληγορία και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, συνέχισε τον δρόμο της. Δεν είναι μόνο οι άλλοι που φεύγουν. Φεύγουμε κι εμείς.
Άραγε, γιατί φεύγουμε;
Λένε ότι μερικές φορές ο καιρός καθρεφτίζει τα συναισθήματα μας. Ίσως αυτό ήταν κάτι που τη βάραινε… Η όψη και το χρώμα της ψυχής της. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο στήθος της όταν ένα ψυχρό αεράκι χάιδεψε το μόνο ακάλυπτο σημείο του σώματος της, το πρόσωπο της. Δίχως αμφιβολία αυτή η εποχή ξεγυμνώνει, κάποιες φορές λιγότερο και κάποιες περισσότερο, την αίσθηση της μελαγχολίας. Λίγο ο συννεφιασμένος, ψυχρός ουρανός και λίγο το χειμωνιάτικο τοπίο, που κατά συνέπεια αναδεικνύεται από τις μορφές θλιμμένων, ξερών δέντρων, αρκεί να παραδοθείς στο χαοτικό αυτό συναίσθημα της μελαγχολίας. Κοιτάζοντάς το για ώρα όμως σε παραπέμπει να ονειρεύεσαι, να αναπολείς. Αναμνήσεις που χορεύουν ασταμάτητα στο μυαλό σου, σε αργό και νωχελικό ρυθμό, ενώ μια γαλήνια μουσική υπόκρουση πιάνου ακούγεται στο βάθος. Αυτό ακριβώς βίωνε τώρα και το κορίτσι. Σκηνή ολίγον συναισθηματικού δράματος γυριζόταν στο μυαλό της.
Έσκυψε σιγά σιγά το κεφάλι της προς τα πίσω, για να κοιτάξει τον ουρανό. Έμεινε εκεί για ώρα, κοιτάζοντας την χαοτική απεραντοσύνη του με μάτια κενά. Συνειδητοποίησε πως όλο το φως που πάλευε για να μείνει σε μία άκρη του ουρανού είχε χαθεί. Είχε χαθεί και αυτό. Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια του… Γιατί να είναι τόσο αβάσταχτος ο πόνος; Γιατί να μη μπορεί να διασπαστεί και να αντιμετωπιστεί σε μικρά κομμάτια; Ερωτήσεις που δε θα απαντηθούν ποτέ. Αναμνήσεις που λαβώνουν. Άνθρωποι που περνούν από τη ζωή σου και μετά εξαφανίζονται σαν φαντάσματα μικρών παιδιών που ψάχνουν την ηρεμία. Όταν κάποιος απομακρυνθεί, δεν μπορεί να γυρίσει και να σε ξανακοιτάξει. Εσύ τον βλέπεις από μακριά να περπατάει στη δική του ευθεία. Εσύ έχεις μένει πίσω βλέποντάς τον να απομακρύνεται, άλλες φορές με βήμα γρήγορο και ανάλαφρο και άλλες φορές με βήμα αργό και βαρύ. Πολλές φορές σκέφτεσαι πως θα γυρίσει να σε αντικρύσει, με βλέμμα διστακτικό και μετανιωμένο. Τέτοιου είδους ανατροπές όμως γίνονται μόνο στις ταινίες. Ναι, σε αυτές τις καλά σκηνοθετικά επιμελημένες και παράλληλα αριστουργηματικά και ψεύτικα στημένες. Σκέφτεσαι να φωνάξεις το όνομα του, μήπως γυρίσει. Ξέρεις όμως ότι δεν τολμάς. Αυτός ο κάποιος αρχίζει να γίνεται σκιά. Όσο απομακρύνεται, τόσο μεγαλώνει το κενό στην καρδιά σου, αφού φεύγοντας παίρνει μαζί του και το τελευταίο ψίχουλο της παρουσίας του εκεί, κάθε ελπίδα που έμεινε τελευταία. Παρ’ όλα αυτά είναι αδύνατο να αφαιρέσει όλα αυτά που νιώθεις. Τον αφήνεις λοιπόν να φύγει και εσύ ακολουθείς άλλο μονοπάτι. Ίσως σκεφτείς πως είναι άδικο. Πως και οι δυο σας θα μπορούσατε να παλέψετε, με τον δικό σας τρόπο, για να παραμείνετε πρόσωπο με πρόσωπο και όχι πλάτη με πλάτη. Δεν είχατε το κουράγιο να το κάνετε. Πολλοί άνθρωποι φεύγουν. Ο πόνος για την απουσία τους υπάρχει, ανεξάρτητα το πόσο σημαντικοί ή ασήμαντοι είναι... /Χα./ “Ασημαντότητες”. Τίποτα δεν είναι ασήμαντο τελικά. Απλά οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν με τον πόνο. Συνηθίζουν έτσι…
Οι σκέψεις αυτές σταμάτησαν να κυλούν από το μυαλό του κοριτσιού. Έπρεπε να κάνει ένα διάλειμμα. Ή καλύτερα, έπρεπε να σταματήσει. Να σταματήσει να σκέφτεται. Δεν είναι η πρώτη φορά που είχε ενεργοποιήσει τα συναισθήματα εκείνα που έχουν ως βάση τους την ερώτηση «Γιατί φεύγουν;», προσπαθώντας άδικα, για ακόμα μία φορά, να βρει την απάντηση. Το βαρέθηκε πια. Όλο αυτό είναι ένας φαύλος κύκλος, απροσδιόριστος και τραγικά αναπόφευκτος.
Δύο σταγόνες βροχής άγγιξαν τα μάγουλά της. Άνοιξε τα μάτια της. Το χρώμα του ουρανού είχε τώρα σκουρύνει απειλητικά. Σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να περπατά. Αργά. Διστακτικά. Καιρός να βουλιάξει ξανά στην καθημερινότητα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από το παγκάκι όταν, επηρεασμένη από τις σκέψεις τις, γύρισε να κοιτάξει πίσω. Σε αντίθεση με τους άλλους, εκείνη δεν ήθελε να απομακρυνθεί από κανέναν και από τίποτα. Το παγκάκι ήταν άδειο. Το μέρος όπου πριν λίγο γέμιζε αυτή με την παρουσία της, τώρα ήταν άδειο.
Ξεφεύγοντας από την αλληγορία και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, συνέχισε τον δρόμο της. Δεν είναι μόνο οι άλλοι που φεύγουν. Φεύγουμε κι εμείς.
Άραγε, γιατί φεύγουμε;